Η ελληνική βερσιόν της λέξης ταρζανέλια.

Θα αποτολμήσω και ετυμολογική προσέγγιση, όλη δικιά μου:

Κουρέμπελα από το κουρ(άδα) (το ποιόν) και (κουνια-)μπέλα (κατάσταση). Δηλαδή κουράδες που κρέμονται και κάνουν κούνια-μπέλα!!! Όπως και ο Ταρζάν στο συνώνυμο λήμμα.

Πώς ακούγεται;

«Θα σου κάψω τα κουρέμπελα.»

Τα κουρέμπελα τα έκαιγαν με αναπτήρα, για να μην πληγώνεται το εργαλείο τους (καθότι ξερά και σκληρά στις κολλημένες τρίχες).

«Άσ' τον αυτόν... του τάχουν κάψει τα κουρέμπελα» (π.χ. για τον παπούστη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
allivegp

Έλεορ, τί άλλο θα διαβάσουμε...

#2
allivegp

πρέπει να είναι και εύφλεκτα, αν κρίνουμε από τη σύσταση τους.

#3
Galadriel

Να ένα λήμμα που ήρθε να καλύψει μεγαλειωδώς αυτό το φριχτό κενό στην γλώσσα μας «πώς λέγεται το ταρζανέλι στα ελληνικά» αααααχαχαχ εύγε νέε

#4
Vrastaman

Cul, το αναγραμμαντείο σε καλωσορίζει στο σλανγκρρρ.

#5
Khan

Περιμένουμε να μας γράψεις για affaires de cul !

#6
jesus

πρόσεχε, κχαν, γιατί «sexe plus histoire de cul égal meurtre».