Selected tags

Further tags

Συνώνυμο του πουτσοχώραφο.

Μέρος γεμάτο με άντρες.

- Έχετε γυναίκες στη σχολή σου;
- Μπα φίλε, πουτσολίβαδο είμαστε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις λέξεις "μουνί" και "συναγρίδα". Η ελκυστική, σέξι γυναίκα στην παραλία.

Πήγα χθες για μπάνιο και αρρώστησα. Η παραλία ήταν γεμάτη μουναγρίδες!

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητικός και προσβλητικός χαρακτηρισμός για πολύ κοντή γυναίκα (συνήθως απο 1.60 και κάτω). Προέρχεται απο την υπόθεση πως λόγω του λειψού αναστήματός της αυτή η γυναίκα μπορεί να κάνει στοματικό χωρίς να χρειαστεί να σκύψει,να ξαπλώσει ή να καθήσει.

-Δε φτάνει που παραβίασε προτεραιότητα η πίπα η όρθια, μου ζήταγε και τα ρέστα. 1 μέτρο μπόι και 2 μέτρα γλώσσα, κατάλαβες;

Got a better definition? Add it!

Published

Μην μπερδεύεστε. Το λήμμα δεν αποτελεί ούτε προσταγή, ούτε προτροπή. Είναι επιθετικός προσδιορισμός που χαρακτηρίζει περιφραστικά μια γυναίκα θελκτική, παθιάρα, με ωραίες αναλογίες και καμπύλες, με σαγηνευτικό ντύσιμο και βλέμμα, έναν κόμματο, μια μουνάρα, μια θεογκόμενα και πάει λέγοντας.

Ο αφηγητής στην αντροπαρέα: -Κι εκεί που καθόμαστε στο καφέ, σκάει η Σούλα μαζί με την ξαδέλφη της απ το χωριό, που ήρθε να την δει στην Αθήνα. Μια γκόμενα, μα τι γκόμενα ?! :"μαζευτείτε να την παίξουμε".

Got a better definition? Add it!

Published

Τελικά γούσταρε το γκομενάκι και μάλιστα νομίζω ότι άρεσα και στην φίλη της οπότε ό,τι και να γίνει έχω και καβλάτζα.

Καβάτζα σε γκόμενα. Ρήμα: Καβαλατζώθηκα

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα εδώ - Πω πω ρε μάγγα τι σκυλαίουρος ήταν αυτός? Να πιω τα ζουμιά της και ας πάθω ζάχαρο - Πούτσα και ξύλο ρε μάγγα, πούτσα και ξύλο.

Σώμα αιλουρίσιο, πρόσωπο σκυλί.

Φονικός συνδυασμός για πολύ ματομούνι.

Got a better definition? Add it!

Published

Το αποτριχωμένο - ξυρισμένο αιδοίο, το αιδοίο δηλαδή που δεν έχει τρίχες. Έτσι λέγεται επίσης και η αποτρίχωση του αιδοίου δηλαδή το "full brazilian".

Της κατεβάζω το στριγκάκι και βλέπω το υπέροχο μαδομούνι της.

. -Που είναι η Ελένη;

-Πήγε στην αισθητικό για μαδομούνι.

Got a better definition? Add it!

Published

Στη φανταρίστικη αργκό, κάποιας εποχής τουλάχιστον, το ειδικό εργαλείο γραφείου για το τρύπημα των εγγράφων προκειμένου στη συνέχεια να αρχειοθετηθούν.

-Πιάσε ρε σύ τον κωλομπαρά να ταχτοποιήσω λίγο αυτά τα χαρτιά, γιατί σε λίγο θα βγούνε φίδια εδώ μέσα!

λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published

Περιφρονητικός χαρακτηρισμός χρησιμοποιούμενος κυρίως στην ελληνική επαρχία. Η ρίζες της προέρχονται από την εποχή της Τουρκοκρατίας όταν ο "παλουκισμός" ήταν πολύ διαδεδομένος τρόπος βασανιστηρίου των παραβατών. Σήμερα διατηρείται για να χαρακτηρισει νεαρές και ευπαρουσίαστες κυρίως κοπέλες με ελεύθερα ήθη που αναζητούν τις χαρές του άνευ δεσμεύσεων έρωτα με πάσης λογής σύντροφο. Δεν είναι σπάνιο να διατηρούν παράλληλους δεσμούς ή να επιδίδονται σε διονυσιακά όργια. Πολλές φορές παρουσιάζουν σοβαρό προσωπείο άμεμπτης και πιστής γυναικός που γίνεται πιστεπτό από ανυποψίστους ερωτοχτυπένους άντρες. Συνώνυμα η "τσούλα" , η "εξόλης και πρόολης".

Παράδειγμα εδώ

- Πατέρα ερωτεύτηκα ! - Μπράβο γίε μου! Ποιά αν επιτρέπεται? - Την Χ ! Αλλά δεν την ξες... - Πως δεν την ξέρω! Όλο το χωριό την "ξέρει"! Αυτή γιε μου είναι του σκοινιού και του παλουκιού !!! Που έμπλεξες!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν πολλές γκόμενες κάνουν μπάνιο όλες μαζί σε πισίνα, σε τζακούζι ή σε κάποιο σημείο της θάλασσας.

Θα βουτήξω στη μουνόσουπα

λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published