Αυτός που επιδεικνύει άριστη συμπεριφορά, που στέκεται πάντα στο ύψος των περιστάσεων.

Αποτελεί συνώνυμο του όρου «κούκλος» με τον οποίο όρο όμως είναι σύνηθες να χρησιμοποιείται ταυτόχρονα, ως εξής: κούκλος-ηθοποιός.

- Τι την ήθελα ρε πούστη την Άλφα Ρομέο στην Κάρπαθο... Αν είχα φέρει το τζιπ θα ήμουν ηθοποιός.

- Λοιπόν, μαλάκα, για να ρίξεις το μουνί θα κάνεις το εξής: στην αρχή θα βάλεις ντεμί. Μετά βαλ' την στον πάγο για δύο βδομάδες, στις οποίες πρέπει να είσαι κούκλος-ηθοποιός. Και μετά, όταν θα έχει καψουρευτεί το μωρό, βάλε αργά και δυνατά.

(από Khan, 29/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
notheitis

κούκλος ηθοποιός

#2
HODJAS

Παλιά κλασσική αργκό των ρεμπέτηδων «ηθοποιός» = κομψευόμενος.