Στην μπασκετική ιδιόλεκτο, είναι ένα στυλ παιχνιδιού, όπου η μπάλα δεν ακουμπά καθόλου (δηλ. κατά το δυνατόν λιγότερο, για να το θέσουμε ρεαλιστικά) στο παρκέ, όπως δηλαδή προβλέπουν οι κανονισμοί του βόλεϊ. Το στυλ αυτό παιχνιδιού προϋποθέτει εκρηκτική ταχύτητα, αστραπιαίες πάσες και πουτάνα point guard. Επιτυγχάνεται βέβαια σε λίγες επιθέσεις, και δη αιφνιδιασμούς, ενώ το επικαλούνται θριαμβολογώντας οι οπαδοί της ομάδας στο στυλ «καλά την παίξαμε βόλεϊ την Πρόκομ» κ.ο.κ. ή αστεϊσμών «πάμε να δούμε βόλεϊ» κ.ο.κ. Από τους καλύτερους βολεϊμπολίστες είναι/ ήταν ο Sarunas Jasikevicius.
Τα λεφτά μας πίσω! Πήγαμε να δούμε μπάσκετ με τον γαύρο, και τελικά είδαμε βόλεϊ!
13 comments
AN21
Τι; Ο Khan είναι βάζελος; Όχι ρε...για κανένα λόγο!
Khan
Να εξηγηθώ: Στο παράδειγμα μιλά ειρωνικός θριαμβολόγος γαύρος, ο οποίος πλέρωσε για να δει μπάσκετ με την αγαπημένη του ομάδα, η οποία όμως έπαιξε τόοοοοσο καλά, ώστε τελικά είδε βόλει αντί για μπάσκετ και διαμαρτύρεται με ειρωνική θριαμβολογία. Χτες βέβαια έπαιξε βόλεϊ η Μπάρτσα...
Επισκέπτης
Ο γαύρος έχασε διότι ως ανατολική ομάς, διακατέχεται απο τας αιρετικάς ιδεοληψίας των μεσσαλιανιστών και συνεπώς δεν δύναται να σκοράρη ασαλιώτους καλάθους...
Khan
Καλά, αζ φαρ αζ βιζιτούδες γκόου είσαι και ο κρότος! Απλή συνωνυμία;
Επισκέπτης
Testiferus Calabriensis ad slang.gr strigidas mittere non potuit...
Khan
Khan aka Χρήστος Λεοντής.
Η λεξιπλασία της ημέρας:
Βρήκαμε την σέκτα, όπου ανήκει ο λάτρις της Μες:
Μεσσαλιανός, ο: Αιρετικός, που λατρεύει την Mes ως μεσ-ιτειακή θεότητα. By the embassies of Mes, dik save us.
Vrastaman
Ρε αυτοί μιλάνε για eliminating all passion and desire. Προφάνουσλυ λατρεύουν άλλη Μες!
Galadriel
Α, να που ξαναγυρίσαμε στο αγαπημένο μου θέμα: εμένα :P
Mr. Cadmus
Μεσισμός ή Μες-σεισμός; Ιδού η απορία...
Khan
@Βράστα, υπάρχει και η αίρεση των Νικολαϊτών, οι οποίοι πρέσβευαν το αχαλίνωτο σεξ ως μέσο για να βγει η ψυχή από το καταπονημένο σώμα, άσχετο.
Mr. Cadmus
Πολύ ψαγμενιά ο Νικολαϊτισμός... που κάνουν τις λειτουργίες;
HODJAS
Εκεί
:-Ρ
Vrastaman
Ίσως εκ του Αραβικού νικ (= γαμήσι), λήμμα με πολλές θεολογικές εφαρμογές (πχ nik rabb ommok = γαμώ τον θεό της μάνας σου)