Ημιαπασχολούμενος (εντελώς ημί όμως) εργαζόμενος που δουλεύει αναπληρώνοντας σε απουσίες, άδειες και ρεπό τακτικό προσωπικό ορισμένων επιχειρήσεων.

Οι ρεπατζήδες, οι οποίοι εργάζονται στη χάση και στη φέξη και ανασφάλιστοι, απαντώνται συνήθως στον χώρο της διασκέδασης και των νυχτερινών μαγαζιών αν και τα τελευταία χρόνια τείνουν να εξαφανιστούν καθώς οι ελαστικές -μη χέσω- μορφές εργασίας τείνουν να γίνουν το βασικό μοντέλο στην χώρα.

Σημείωση: στη Γερμανία οι ρεπατζήδες γυναικολόγοι βγάζουν περισσότερα γκαφρά από τους τακτικούς λόγω κάποιων ειδικών διατάξεων στη φορολογία και τις εφημερίες.

Καλά που έχουμε και το Γιάννη και θα λείψω αύριο. Θα μου κάνει το ρεπό, αν και τον ντρέπομαι ρε πστ μετά από τόσον καιρό.

Οργανο βασανιστηρίων του ρεπατζη Γυναικολόγου. (από perkins, 03/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
HODJAS

Ρεπατζού στην κλασσική αργκό της ομαδικής πορνείας λέγονταν η αναπληρώτρια (εκ περιστάσεως πουτάννα για χαρτζηλίκι) της βεριτάμπλ εκδιδομένης, όταν η τελευταία είχε τα ρούχα της ή ήταν άρρωστη (ή το έσκαγε με κανα ομορφόπαιδο κλπ). Η ρεπατζού ως παγκίτισσα του αγοραίου έρωτα, συνήθως δεν είχε ειδική άδεια του υγιειονομικού (δηλ. ο θεός να σε φυλάει)!

#2
iron

υπήρχε αυτό ρεπατζού αλλά πάλι ελλιπές.

#3
perkins

νταξ μωρε!

#4
gaidouragathos

Στο βασανιστήριο αυτό ποιός βασανίζεται;

#5
perkins

αμφοτεροι...