Ο πολύ μπάρμπας, παππούς. Άμα λάχει και ξεμωραμένος. Συνήθως με λίγα δόντια και πηγούνι που πλησιάζει τη μύτη. Θηλυκό: μουστόγρια.
- Μέχρι να περάσει τον δρόμο ο μουστόγερος, χάσαμε 10 φανάρια!
Ο πολύ μπάρμπας, παππούς. Άμα λάχει και ξεμωραμένος. Συνήθως με λίγα δόντια και πηγούνι που πλησιάζει τη μύτη. Θηλυκό: μουστόγρια.
- Μέχρι να περάσει τον δρόμο ο μουστόγερος, χάσαμε 10 φανάρια!
Βλ. και παππουδέλι, γεροντάματα, ραμολί, το, Μαθουσάλας, λυκόπουλο, το, πίτα του παππού, πα(π)πουτσοθήκη, σαβανοκαρτέρης
Got a better definition? Add it!
0 comments