Ο γέρος και η γριά που μοιάζουν με τα πατημένα σταφύλια, από τα οποία βγαίνει ο μούστος.

Σήμερα μεγάλος αριθμός τέτοιων γερόντων αποφεύγουν να καταντήσουν μουστόγεροι κάνοντας χρήση μπότοξ.

Είδες ο μουστόγερος μάπα που έφτιαξε; Το τσίτωσε το μάγουλο και καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι!

Έχουν όμως και τις αβάντες τους... (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ μπάρμπας, παππούς. Άμα λάχει και ξεμωραμένος. Συνήθως με λίγα δόντια και πηγούνι που πλησιάζει τη μύτη. Θηλυκό: μουστόγρια.

- Μέχρι να περάσει τον δρόμο ο μουστόγερος, χάσαμε 10 φανάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified