Το λέμε όταν κάτι είναι μικρό. Δεν ξέρω από πού προέρχεται. Το έχω ακούσει από Πειραιώτες να το λένε.

  1. — Θα πάρουμε σουβλάκια απ' του Πέτρου, πόσα θες;
    — Πάρε πέντε για μένα...
    — Τι πέντε ρε; Πού θα τα βάλεις;
    — Άι ρε... αφού στου Πέτρου τα κάνουνε τσουρούτικα.

  2. Στρίψε ένα τσιγάρο ακόμα ρε Τάκη, αλλα μην το κάνεις τσουρούτικο σαν το άλλο... Πέντε στόματα είμαστε, να προλάβει να γυρίσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
4everDanai

το λεει κ ο πατέρας μου, που είναι από άρτα. Δν ξέρω αν αυτό έχει καμιά σχέση με τη λέξη

#2
tryager

τσουρούτικος: από το τουρκικό çürüt, αόριστος του ρήματος çürür (φθείρω).

#3
Galadriel

Ωραίο λήμμα! Έχει επιπροσθέτως την έννοια του μίζερου, σαν να λέμε μικρό από τσιγκουνιά.

#4
Επισκέπτης

Δε σημαίνει γενικά μικρό, σημείνει λειψό -μικρότερο του δέοντος ή του αναμενόμενου.

#5
poniroskylo

Το σβήνω αμέσως από το πρόχειρό μου. :-)

#6
HODJAS

Εκ της ιταλικής μάρκας Cerruti, που έφτιαχνε κοστούμια πολύ στενά ή φούστες πολύ κοντές, για μόδα χρησιμοποιώντας λιγότερο ύφασμα (τσερούτικα)...

Λάσκος intended :-Ρ

#7
vikar

Πάρε ρε τη φωνή της λάσκης πάρε, μας έχει πήξει στο μεταξωτό το φύκι να πούμε... :-Ρ