Χαρακτηρισμός για τον αποτυχημένο ελληνικό καφέ.

- Πσσςτ παιδί, πάρε σε παρακαλώ το νερόπλυμα από δω και φέρε μου ένα σωστό καφέ. Άντε που τον πληρώνουμε χρυσό και δεν ξέρετε ούτε ένα καφέ να ψήσετε.

βλ. και νερομπούλι, νερομπούρμπουλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς το τζάμπα.

- Θα πάμε ρε το βράδυ συναυλία Kenny Arcana;
- Πού ρε ; Δεν έχω λεφτά.
- Ξεκόλλα ρε, τσαμπίλα είναι. Μόνο ότι πιούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει φράγκα, δηλαδή λεφτά. Ο ταπί, ο μπατίρης.

Έχει αναφερθεί και στο άσμα του Π. Σιδηρόπουλου «Χαρμάνης και Άφραγκος».

  1. - Πάμε ρε το βράδυ κανα σινεμά; - Δεν με παίρνει ρε, είμαι άφραγκος.

(από youffee, 18/06/10)(από youffee, 18/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιδιοκτήτης / υπάλληλος κάβας.

Στις μικρές γειτονιές όπου η κάβα είναι πιο κοντά από το σούπερ μαρκετ / μίνι μάρκετ / ψιλικατζίδικο, δίνουμε το ψευδώνυμο αυτό για τον ιδιοκτήτη της κάβας, αφού σπανίως ξέρουμε το όνομά του, ενώ κάποιες φορές είναι απαραίτητο να τον αναφέρουμε στις συζητήσεις μας.

  1. - Πού τις βρήκες τόσες μπύρες ρε;; - Τις κέρασε ο κάβαμαν, λήγουν λέει σε μία εβδομάδα και δεν προλαβαίνει να τις πουλήσει.

  2. Στο τηλέφωνο:
    - Έλα ρε, είσαι σπίτι να περάσω;
    - Είμαι ακριβώς άπω κάτω και παρκάρω..
    - Ωραία, περνάω απ' τον κάβαμαν κι έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάτι είναι μικρό. Δεν ξέρω από πού προέρχεται. Το έχω ακούσει από Πειραιώτες να το λένε.

  1. — Θα πάρουμε σουβλάκια απ' του Πέτρου, πόσα θες;
    — Πάρε πέντε για μένα...
    — Τι πέντε ρε; Πού θα τα βάλεις;
    — Άι ρε... αφού στου Πέτρου τα κάνουνε τσουρούτικα.

  2. Στρίψε ένα τσιγάρο ακόμα ρε Τάκη, αλλα μην το κάνεις τσουρούτικο σαν το άλλο... Πέντε στόματα είμαστε, να προλάβει να γυρίσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην θάλασσα καθώς παίζουμε και γελάμε... πιάνουμε κάποιον φίλο μας από το κεφάλι και τον βουτάμε μέσα, καθώς αυτός βουλιάζει έχουμε την ευκαιρία να πατήσουμε και με τα πόδια μας πάνω του ώστε να τον κρατήσουμε πιο πολύ ώρα μέσα στο νερό μπας και πιει λίγο και κλάσουμε στα γέλια.

  2. Τζούρα από μπάφο, όταν αυτός είναι στα τελευταία του.

  1. - Θα κάτσεις να σου κάνω μια πατητή; Δεν είμαι βαρύς..
    - Για μαλάκα ψάχνεις;

  2. Δεν μου σκας καμιά πατητή από αυτόν τον μπάφο; Δεν την έχω ακούσει ρε φίλε.

Στο 8:01. (από vikar, 10/06/11)

βλ. και πατητή μάρκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη γενικής χρήσης. Αλλάζει νόημα ανάλογα την φράση που την χρησιμοποιούμε. Δείτε παραδείγματα.

  1. Έχασες που δεν ήρθες στο πάρτυ της Νίκης, μπιστάγαμε (χορεύαμε) μέχρι το πρωί.

  2. Ποιος μου μπίστηξε (βούτηξε) τον αναπτήρα ρε; Είχα έναν αναπτήρα εδώ.

  3. Πα να μπιστήξουμε (φάμε) κανά σαν ντουΐ; Πείνασα...

  4. Τί πάρτυ θα 'ναι αυτό ρε; Θα μπιστάει (βαράει) καθόλου;

  5. Τι έγινε με την Σούλα χθες ρε; Την μπίστηξες (πήδηξες);

  6. Καλά ρε πρεζάκια, χθες σου άφησα ένα σακούλι γεμάτο. Πότε πρόλαβες και το μπίστηξες (ήπιες);

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει συνδέω. Ίσως από το αγγλικό «patch» που σημαίνει μπάλωμα;

Παραθέτω παραδείγματα.

  1. Καλά, στο λαπτοπάκι σου θα δούμε την ταινία; Δεν έχεις τίποτα καλώδια να του πατσάρουμε να το στείλουμε στην οθόνη της τηλεόρασης;

  2. Μήτσοοοο, έμεινα ρε συ από μπαταρία με τ' αμάξι. Μπορείς να 'ρθεις με τα μανταλάκια να τα πατσάρουμε, μπας και πάρει μπρος;

3.- Το φλασάκι που μού 'δωσες για να πιάνω wireless, πιάνει αρχίδια...
- Αφού σου 'πα, από μόνο του δεν πιάνει καλά, πάτσαρέ του ένα αυτοσχέδιο πιάτο από κόκα-κόλα και θα δεις.

(από GATZMAN, 16/06/10)Patch pannel: Σταθερή αξία σε computer rooms εταιρειών, κλπ (από GATZMAN, 16/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προστακτική. Σημαίνει στρίψε ή ρόλλαρε (ένα τσιγάρο, αν μη τι άλλο), από το αγγλικό rolling papers.

  1. Κόλλα ένα μπάφο ρε να πιούμε.

  2. Θα κολλήσει κανείς άλλος κανα τσιγάρο ρε ή μόνο εγώ θα στρίβω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα απομεινάρια.

  1. Η φτώχια των εβραίων της Σαλονίκης άφησε εποχή. Οι πεινασμένοι εβραίοι έφταναν στο Μπεχ-τσινάρ (όπου τα σφαγεία) είτε με τα πόδια, είτε σκαλωμαρία με το τράμ της γραμμής Βαρδάρι-Κήπος Πριγκήπων. Οι εβραίοι έκαναν αυτό το αληθινό ταξίδι, τα χαράματα, με την κρυφήν ελπίδα πως θα τους αφήσουν να μπουν στα σφαγεία, για να μάσουν από χάμω λίγα ξεσκλίδια από τα πελεκημένα κρέατα. כאן

  2. Κάτι ξεσκλίδια ρουχισμού
    τής σκέπαζαν τό σώμα
    κι ένα λουλούδι μαραθέν πράσινο, μπλέ στό χρώμα.
    εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified