(κρητική διάλεκτος)
Κλείνω το μάτι σε κάποιον.
Κουτσοκαμνίζω: κλείνω το μάτι σε κάποια γρήγορα για να μην με καταλάβουν.
Αυτός της κουτσοκάμνισε κι εκείνη γέλασέ του
και λέει από μέσα της «πρέπει πως άρεσέ του».
(κρητική διάλεκτος)
Κλείνω το μάτι σε κάποιον.
Κουτσοκαμνίζω: κλείνω το μάτι σε κάποια γρήγορα για να μην με καταλάβουν.
Αυτός της κουτσοκάμνισε κι εκείνη γέλασέ του
και λέει από μέσα της «πρέπει πως άρεσέ του».
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
2 comments
HODJAS
Εκ του «καμμύω τους οφθαλμούς» ή παλιότερα «κάνω ματάκι» (ιταλ. fare occhiolino).
xalikoutis
Απ' όσο ξέρω δεν είναι «καμνίζω» αλλά καμνιώ (ή καμνυώ). Δε λέγεται μόνο όταν κάποιος κλείνει το μάτι ηθελημένα, αλλά ακόμα κι αν νυστάζει. Το πρώτο συνθετικό «κουτσο-» χρησιμοποιείται και στο ρήμα «κουτσογελώ» που σημαίνει χαμογελώ ντροπαλά. Ο ντελικανής κουτσοκαμνυεί, η κοπελιά κουτσογελά.