Η χάχα (πληθ. οι χάχες) είναι το ναρκωτικό που φέρνει γέλιο (η φούντα).

Είχαμε κάνει τις χάχες μας και ήταν αδύνατο να είμαι σοβαρός στο μάθημα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Καλό!... Δεν τό 'χω ξανακούσει.

#2
vikar

Ο ομιλητής στο παράδειγμα είναι ο καθηγητής της φάσης, έτσι;

#3
iron

χεχε, θα μπορούσε!

#4
protnet

Σχετικό και το γελαστό

#5
PUNKELISD

Σωστό!