Η χάχα (πληθ. οι χάχες) είναι το ναρκωτικό που φέρνει γέλιο (η φούντα).
Είχαμε κάνει τις χάχες μας και ήταν αδύνατο να είμαι σοβαρός στο μάθημα...
Η χάχα (πληθ. οι χάχες) είναι το ναρκωτικό που φέρνει γέλιο (η φούντα).
Είχαμε κάνει τις χάχες μας και ήταν αδύνατο να είμαι σοβαρός στο μάθημα...
Σχετικά: φουνταμενταλισμός, ο, χασίστες και φουντικοί, Ποκαφούντας, πρεζόφουντα
Got a better definition? Add it!
5 comments
vikar
Καλό!... Δεν τό 'χω ξανακούσει.
vikar
Ο ομιλητής στο παράδειγμα είναι ο καθηγητής της φάσης, έτσι;
iron
χεχε, θα μπορούσε!
protnet
Σχετικό και το γελαστό
PUNKELISD
Σωστό!