(κρητική διάλεκτος)
Χθες αργά το βράδυ.
Ωψάργας μες τον ύπνο μου ζούσα σε ξένους τόπους
ω τα παντέρμα όνειρα πως ξεγελούν τσ' αθρώπους.
(κρητική διάλεκτος)
Χθες αργά το βράδυ.
Ωψάργας μες τον ύπνο μου ζούσα σε ξένους τόπους
ω τα παντέρμα όνειρα πως ξεγελούν τσ' αθρώπους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
2 comments
iron
μου θυμίζει λίγο το αργάμιση
vikar
Αυτό δέν είν' αργκοτικό, έτσι;