Το σηκώνω καντήλι = χρησιμοποιείται από μηχανόβιους της πιάτσας και αντιστοιχεί στη σούζα (όπως σηκώνεται το καπάκι του καντηλιού πατώντας στο σημείο του μεντεσέ του).
- Το σηκώνεις κανά καντήλι το εργαλείο ή μήπως είσαι καμιά κουλομαρία κι εσύ;
- Τι καντήλι; Πλάκα κάνεις; Λαμπάδα το πάω!
(στο λήμμα «λαμπάδα» βλ. ορισμό #2)
0 comments