Το τιγκαριστό ποτήρι ή φλιτζάνι: γεμάτο έως τα μπούνια, σαν καντήλι γεμάτο λάδι.

Σπάνια κουτσαβάκικη σλανγκιά.

(από σφυρίζων, 15/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Χρηματιστηριακή αργκό της χρηματιστηριακής αργκούς «κερί» (candlestick): πρόκειται για ιαπωνικής εμπνεύσεως σύμβολο που απεικονίζει διαγραμματικά το άνοιγμα, το υψηλό, το χαμηλό και το κλείσιμο της τιμής μιας κινητής αξίας (μετοχής, νομίσματος, δικαιώματος, κ.ταλ.). Φιδέμποροι «τεχνικοί αναλυτές» χρησιμοποιούν τα καντήλια σαν εργαλείο για την πρόβλεψη χρηματιστηριακών τάσεων. Η όποια επιτυχία της μεθόδου οφείλεται στις αυτοεκπληρούμενες προφητείες αυθυποβαλλομένων αλογομούρηδων.

Τα καντήλια αναπτύχτηκαν από ιάπωνες έμπορους ρυζιού τον 19ο αιώνα και διαδόθηκαν εσχάτως στην εσπερία. Για λεπτομέρειες, βλ. εδώ.

Ασίστ: Γκαλαμές.

- Μήπως το ξαφνικό σφυροκόπημα της ΕΤΕ, η Ρωσική κρίση του 1998 ή η 9η Σεπτεμβρίου του 2001 μπορούσαν να προβλεφθούν με καντήλια, γραμμές ώμους κτλ; (εδώ)

- Μάλλον απογοητευτική θεωρούμε την σημερινή συνεδρίαση καθόσον ο ΓΔ ναι μεν σε τιμές κλεισίματος σημείωσε μικρή άνοδο +0,49%, όμως σε γράφημα ημερησίων κηροπηγίων διέγραψε δυσοίωνο μαύρο καντήλι αφού το άνοιγμα των 10.35 έγινε στις 635 μονάδες και το κλείσιμο στις 632. (εκεί)

- Εφτά μαύρα κεριά και αμέτρητα «καντήλια» (όσων πίστεψαν στο πολυδιαφημισμένο «επικείμενο» deal με την EUROBANK) , συνοδεύουν το γράφημά...
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σηκώνω καντήλι = χρησιμοποιείται από μηχανόβιους της πιάτσας και αντιστοιχεί στη σούζα (όπως σηκώνεται το καπάκι του καντηλιού πατώντας στο σημείο του μεντεσέ του).

- Το σηκώνεις κανά καντήλι το εργαλείο ή μήπως είσαι καμιά κουλομαρία κι εσύ;
- Τι καντήλι; Πλάκα κάνεις; Λαμπάδα το πάω!

(στο λήμμα «λαμπάδα» βλ. ορισμό #2)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γαμώ το καντήλι σου (χείριστη βρισιά).

  2. Σώθηκε το καντήλι του = τελειώνουν οι μέρες του, είναι ετοιμοθάνατος

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψηλοκρεμαστή μπαλιά. Παράγωγα: καντηλιάζω

- Όχι στο σχολείο ρε μαλάκα! Πάμε Ποσειδώνιο.
- Έλα ρε, έχει και διχτάκι στο σχολείο...
- Καλά, αλλά άμα εκεί που παίζουμε ωραία και καλά σκάσει κάνας μαλάκας του λυκείου και μας καντηλιάσει πάλι τη μπάλα, να τρέχεις εσύ να τη βρίσκεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη βρισιά, η κατάρα που ξεστομίζουν άτομα πολύ αθυρόστομα, νευρικά και μειωμένης υπομονής και νοημοσύνης. Συνήθως τους φταίει ο Θεός, η Παναγία και ο Χριστός γι' αυτό και τα «ακούνε» πρώτα Αυτοί.

Μα καλά που τον βρήκαν τέτοιο διεθυντή; Έχεις ακούσει πώς μιλάει στους υφιστάμενους του; Ένα λάθος να κάνουν και τους αρχίζει πρωί - πρωί στα καντήλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified