φάκα (η): ουσιαστικό. Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την παγίδευση ζώων. Πιο συχνά συναντάται στο κυνήγι ποντικών (βλ. παράδειγμα 0). Ενίοτε και στο κυνήγι μαγισσών (βλ. παρακάτω).

Μεταφορικά α: (τα βάζω εγώ -δεν πάμε μακριά έτσι κι αλλιώς)

Χρησιμοποιείται σωρηδόν σε αστυνομικά ρεπορτάζ (βλ. Σόμπολο και λοιπούς ρουφ) για να υποδηλώσει τη σύλληψη του «κακού» απ' τους «καλούς». Η σύλληψη συνήθως γίνεται κατά λάθος ή σκηνοθετείται για τα μάτια του κόσμου, αλλά η λέξη «φάκα» (καταλυτικός ο ρόλος της στο ρεπορτάζ -συνήθως δεύτερη λέξη τίτλου) υπεισέρχεται για να εδραιώσει το κύρος της ελληνικής αστυνομίας, προσδίδοντας τη χάρη μιας καλοστημένης ενέδρας, με έρευνα, σχέδιο δράσης και εμφανή αποτελέσματα, διαποτισμένη ταυτόχρονα από τις αρετές της σοφίας και της εγκαρτέρησης. Η συγκεκριμένη φάκα δεν είναι συνήθως μεγάλη, με αποτέλεσμα να πιάνονται κυρίως χαμστεράκια και να διαφεύγουν οι αρουραίοι (βλ. παραδείγματα 1, 2 και 3).

Μεταφορικά β: (βάλτε ένα χεράκι κι εσείς)

Αόρατος μηχανισμός που χρησιμοποιείται από ένα σύστημα (επίσης αόρατο) για να εγκλωβίσει / παγιδεύσει ένα άτομο το οποίο, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν ανένταχτο στο σύστημα αυτό (βλ. παράδειγμα 4). Το αποτέλεσμα, παρά το αόρατο τόσο του μηχανισμού όσο και του συστήματος, είναι καθ' όλα ορατό.

Μεταφορικά γ: (του συ(νει)ρμού)

Το τελευταίο γεύμα. Συνοδεύεται απαραίτητα με κασέρι.


Περαιτέρω χρήσεις της λέξης:

α. για τον ηχητικό προσδιορισμό του γράμματος «φι»: «βήτα, φι... όπως φάκα, φυσαλίδα...» (ρήση γνωστού φ-φαρσέρ)

β. για την περιγραφή μιας μορφής του οιδιπόδειου συμπλέγματος (όχι απαραίτητα γενετήσιας φύσεως): με πρώτο συνθετικό τη λέξη «μητέρα» αγγλιστί (μάδα), υποδηλώνει τον μηχανισμό που δημιουργούν οι μητέρες ώστε να δυσκολέψουν την απαγκίστρωση των τέκνων τους από τους κόλπους (όχι απαραίτητα γενετήσιας φύσεως) της οικογένειας (παραδείγματα μαδαφάκας είναι οι φράσεις: «θα με πεθάνεις μ' αυτά που κάνεις!», «δε σκέφτεσαι καθόλου την έρμη τη μανούλα σου», «εμείς για σένα τα κάνουμε όλα», κλπ)

και τέλος, γ. εννοείται, η χρυσή φάκα: φάκα d' oro, στο μηχανισμό της οποίας πέφτουν συχνά θηλυκά που γυαλίζει το μάτι τους όταν τη βλέπουν σε βιτρίνες, και αρσενικά όταν βλέπουν τα θηλυκά να γυαλίζει το μάτι τους.


φακός (ο): ουσιαστικό, ομόρριζο -και το αντίστοιχο αρσενικό- της προαναφερθείσας «φάκας». Πρόκειται για το εργαλείο που μοιάζει με φωτόσπαθο, κι όχι το άλλο που είναι ομόρριζο (ίδιο δέντρο, άλλος πατέρας) με τις φακές. Χρησιμοποιείται και αυτό για την παγίδευση ζώων. Συναντάται κυρίως στο κυνήγι του λαγού (βλ. παράδειγμα 5).

  1. ποντίκι vs φάκα

  2. «Στη φάκα αστυνομικός για ναρκωτικά»

  3. «Στη φάκα διεφθαρμένος αδιάφθορος»

  4. «Στη φάκα της αστυνομίας κακοποιός»

  5. «...τώρα κάνεις μαύρη πλάκα κι όλο τρως απ' την κουτάλα / τώρα μάγκωσε η φάκα και σε κλείσανε στη γυάλα» (Κ. Τριπολίτης, Δ. Μούτσης, Σ. Μπέλλου, «νταλίκα»)

  6. ...το γνωστό και κατακριτέο λαθραίο και απαγορευμένο κυνήγι του λαγού με τα φανάρια και φακούς! λινκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απορρέουσα από τις αρχές της κλασσικής μηχανικής, η συγκεκριμένη φράση υποδηλώνει τη μετατροπή ενός ατόμου από ένα άλλο σε υποβοήθημα για την επίτευξη των στόχων του δεύτερου, με αποτέλεσμα ο δεύτερος να καταβάλλει μικρότερη προσπάθεια απ' την απαιτούμενη κι ο πρώτος ουσιαστικά να τραβάει όλο το λούκι.

Λόγω του απαραίτητου της παρουσίας δύο (αριθμ. 2) ατόμων για την παράθεση της προαναφερθείσας φράσης, είναι περισσότερο από προφανές και σχεδόν στατιστικά βέβαιο ότι απαντάται σε έγγαμα ή συμβιώσαντα ζεύγη (αλόγων, αγελάδων, ανθρώπων κλπ).


[i]Μοχλός (μια απ' τις σπουδαιότερες εφευρέσεις μετά τον τροχό):(Συνήθως) άκαμπτο αντικείμενο ραβδόμορφου σχήματος που συνδυαζόμενο με ένα υπομόχλιο μπορεί να πολλαπλασιάσει τη δύναμη που ασκούμε στη μία άκρη του με σκοπό τη μετακίνηση αντικειμένου που βρίσκεται στην άλλη.

- δος μοι πα στω και ταν γαν κινάσω (Αρχιμήδης)[/i]

- Ρε Νώντα, κατέβασέ μου μια στιγμή το σερβίτσιο από το πάνω ράφι...
- Αμάν ρε Λίτσα πια! Φέρε το 'να, πήγαινε τ' άλλο, κατέβασε αυτό... μ' έχεις κάνει μοχλό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψιλοκρεμαστή μπαλιά από τα μετόπισθεν με στόχο τη μεγάλη περιοχή του αντιπάλου και συγκεκριμένα το κεφάλι* του μοναδικού προωθημένου της ομάδας.

  • ή πόδι: σ' αυτές τις περιπτώσεις ό,τι και να βρεις θεωρείται μεγάλη επιτυχία. Αν η μπάλα σκάσει κοντά στον επιθετικό, αλλά αυτός τη χάσει από αμυντικό, θεωρείται απλά επιτυχία κι ένα «αααχ» γλιστράει απ' τα χείλη των φιλάθλων λες και η ομάδα έκανε όντως ευκαιρία (που κακά τα ψέμματα είναι ευκαιρία δηλαδή, μιας και είναι ό,τι καλύτερο έχει κάνει η ομάδα μέχρι στιγμής στο παιχνίδι)

- Πάλι τις καμινάδες αρχίσανε! Βάλτε τη μπάλα κάτω και παίχτε ρεε!
- Πώς να παίξουνε με τη μπάλα κάτω; Αφού τους έχει στήσει πάλι 9-0-1. Αν μπορούσε να βάλει και δεύτερο τερματοφύλακα μέσα, θα το 'κανε ο καραγκιόζης!

(από electron, 02/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σηκώνω καντήλι = χρησιμοποιείται από μηχανόβιους της πιάτσας και αντιστοιχεί στη σούζα (όπως σηκώνεται το καπάκι του καντηλιού πατώντας στο σημείο του μεντεσέ του).

- Το σηκώνεις κανά καντήλι το εργαλείο ή μήπως είσαι καμιά κουλομαρία κι εσύ;
- Τι καντήλι; Πλάκα κάνεις; Λαμπάδα το πάω!

(στο λήμμα «λαμπάδα» βλ. ορισμό #2)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified