1. Στραβώνω, χαλάω, τρελαίνομαι, γίνομαι ζαβός-ή.

  2. Γίνομαι κομματιανός από πρέζα. Εκ του ζαμπόν.

  1. - Άσε ρε φίλε, είμαι χθες στο στέκι με τη Βουλίτσα και περνάει ένα τσουτσέκι και της πιάνει το γκώλοοο...
    - Τί έκανε λέειειειει;...
    - Άσε ρε φίλε, ζάβωσα τελείως να πούμε! Τον τάισα τα δόντια του το μπούστη!
    - Έτσι! - έεετσι!. Τη γαμιολόπουστα!

  2. Τον είδες το Μάικ; Ζάβωσε απ' τη ρούχλα ρε το παλληκάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
perkins

Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει.

#2
GATZMAN

#4
Galadriel

Σουξουμούξου νομίζω δε σου είπαμε καλωσόρισες. Καλωσόρισες κοπέλα. Ωραίος ορισμός.

#5
Vrastaman

Mu xu, su xu, το αναγραμμαντείο σε χαιρετα!

#6
suxumuxu

Καλώς σας βρήκα!!
Χαίρετ' αναμμέν' αγόρια!

#7
Vrastaman

Σπεκ Σουξουμούξου, κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να αναγραμματίσει το αναγραμμαντείο!