Το μεγάλου μεγέθους κομμάτι ψωμί που βουτάμε στη σαλάτα, με το χέρι ή καρφωμένο σε πιρούνι και το κουνάμε απαλά για να ποτίσει καλά, ενώ στη συνέχεια το σηκώνουμε προσεκτικά και πιέζοντάς το στα πλάγια του πιάτου για να κολλήσουν πάνω του όσο το δυνατόν περισσότερα υπολείμματα φέτας, ντομάτας και άλλων συστατικών που κολυμπάνε ελεύθερα στο λάδι της σαλάτας.

- Άρχισες τις παντόφλες πάλι Κοσμά;! Στα ύψη θα πάνε τα τριγλυκερίδιά σου!
(Σημείωση: εδώ έχουμε ταυτόχρονα και παντόφλες από άλλους δύο ορισμούς)!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

βλ. και παπάρα

#2
iron

βλέπω ότι η παντόφλα κοντράρει τον κλέφτη σε ορισμούς.

#3
GATZMAN

Και στην πράξη γίνεται καμιά φορά. Ένα ατυχές παράδειγμα, εδώ