Ένα άτομο (συνήθως έφηβος) που φοράει συνέχεια μάρκες ακριβών ρούχων για να δείξει ότι είναι μοντέρνος, μόνο που τις περισσότερες φορές καταφέρνει το αντίθετο. Συνηθίζεται να αποκαλείται κάποιος /-α ποζέρι αν φτιάχνει όλη την ώρα τα μαλλιά του ή αν σταματάει σε καθρέπτες για να φτιαχτεί. Αυτά τα άτομα χαρακτηρίζονται από το σνομπ ύφος και βλέμμα τους. Συνώνυμο του ψώνιου.

Πιθανή προέλευση από την λέξη «πόζα». Μπορεί να θεωρηθεί και ύβρις.

Αυτή η Μαρία αποδείχθηκε πολύ ποζέρι τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
perkins

κοιτα και ποζεράς, ποζεριά