Υφέρπουσα εκδήλωση απρόκλητης ίντριγκας, μεταφυσικού αρνητισμού και δόλιας ασυνεννοησίας, με τη μορφή αναίτια κακόπιστης ενεργειακής ή λεκτικής διατάραξης κάθε είδους (και κοτρικιασμένος, -η, -ο).

- Καλά μιλάμε δεν ξαναπατάω στο μπαράκι.
- Γιατί ρε τι έγινε;
- Άσε με ρε βγήκα να πιω ένα ποτό και τους βρήκα όλους μες στην κοκοτρικιά... Δεν ξέρουν τι τους φταίει... Στραβομουτσούνιασμα και μαλακία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
allivegp

ε, χμ, ναι, αλλά πούθε βγαίνει;