Υφέρπουσα εκδήλωση απρόκλητης ίντριγκας, μεταφυσικού αρνητισμού και δόλιας ασυνεννοησίας, με τη μορφή αναίτια κακόπιστης ενεργειακής ή λεκτικής διατάραξης κάθε είδους (και κοτρικιασμένος, -η, -ο).
- Καλά μιλάμε δεν ξαναπατάω στο μπαράκι.
- Γιατί ρε τι έγινε;
- Άσε με ρε βγήκα να πιω ένα ποτό και τους βρήκα όλους μες στην κοκοτρικιά... Δεν ξέρουν τι τους φταίει... Στραβομουτσούνιασμα και μαλακία...