Ορισμός 1
Ηλεκτρομηχανική (υποθετική άραγε;) συσκευή που διευκολύνει την ενίοτε κουραστική διαδικασία του ξύσιμου αρχιδιών. Πλεονεκτεί, γιατί μετά από παρατεταμένη χρήση, και όταν τα επίμαχα σημεία αρχίσουν να ματώνουν, εκκρίνει ποσότητα ιωδίου για την απολύμανσή τους, διασφαλίζοντας την τοπική υγιεινή.
Έμμεσα προσδιορίζει και την ψυχολογία του χρήστη / ιδιοκτήτη, ο οποίος σε κατάσταση πλήρους βαρεμάρας αδυνατεί ακόμα και τ' αρχίδια του να ξύσει.
Ορισμός 2
Ειρωνική αναφορά σε προϊόντα τηλεδιαφήμισης, αμφιβόλου αναγκαιότητας και λειτουργικότητας.
- Θ' αράξω σπίτι τ' απόγευμα και θα βγάλω απ' το ντουλάπι την ξύστρα ιωδίου.
- Αγαπούλα, άλλαξε κανάλι, βαρέθηκα ν' ακούω για τις ξύστρες ιωδίου.
0 comments