Όταν κάποιος έχει πολλά λεφτά, τα κάνει μασούρια:

α) για μεγαλύτερη ασφάλεια και τσιγκουνιά (τα κουβαλάει μαζί του)
β) για εξοικονόμηση χώρου (ώστε να χωρέσουν και οι αυριανές εισπράξεις).

  1. Καλά ρε, δανεικά σου ζήτησα, αν θέλεις μη δίνεις... κάν' τα μασούρια.

  2. Πω πω, αυτός βγάζει τόσο χρήμα, που το βράδυ κάνει μασούρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
perkins

οίτα κι αυτό το σχόλιο Αερόκατσε :allivegp
Τα χαρτονομίσματα συχνά στρίβονται συγκεντρικά εν έδει αλλεπάλληλων φύλλων γάρου και τοποθετούνται περιμετρικά της μέσης συγκρατούμενα από τη ζώνη του σπαγγοραμένου, και τότε λέγονται και «μασούρια».

#2
HODJAS

Στον Ομαλό της Κρήτης παλιά (περί τον 18ο αιώνα), στρώνανε κάθε Πρωτοχρονιά ολόκληρη τη δημοσιά με κυλίνδρους που περιείχαν ασημένια δουβλόνια (για ν' «ασημώσουνε» το Νέον Έτος), δείγμα ακμάζουσας εμπορικής δραστηριότητας. Ήταν η λεγόμενη «στράτα των Μασούρω»...

#3
HODJAS

Μα την Πανα-ear

#4
electron

και αν έχεις πολλά και μαύρα, τα κάνεις μασουράκια, και τα βάζεις στις τρύπες στα τούβλα (τα μεγάλα τούβλα, μην πεταχτεί κανείς και πει ότι δεν χωράνε). Μετά τα χτίζεις, και αμα τα κακαρώσεις, χαίρεται ο κληρονομήσας τον οίκο σου!!!

#5
electron

και πέραν του αστείου, από εκεί νομίζω ότι προέρχεται η έκφραση. Πριν ιδρυθούν οι τράπεζες οι λαδέμπορες και όσοι είχαν μπόλικη κασαδούρα (σε λίρες ή χαρτονομίσματα), φοβούμενοι ότι κάποιος θα λιγουρευτεί τα λεφτά τους, τα έκαναν μασούρια και τα χτίζαν στους τοίχους (πέτρινους ή από ασβέστη).