Ο σβέρκος (αυχένας) γηραιού ανθρώπου, όπου οι ρυτίδες της ηλικίας και του ήλιου θυμίζουν στρώσεις φύλλου μπακλαβά. Χρησιμοποιείται κυρίως ειρωνικά.

- Ήταν ένα πιπίνι χτες στο καφενείο κι όλο με έκοβε!
- Άντε ρε παλιόγερε που θες και πιπίνια! Με το μπακλαβά στο σβέρκο!

Βουρ στο Μπακλαβά! (από perkins, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

χεχεχε... Εκλαμπρότατος!
Η ουσία είναι μια και ο back love ass γωνία

#2
Khan

Ποίημα!

#3
Khan

6 σημασίες ο μπακλαβάς. Καυτή ανάσα στον σβέρκο του κλέφτη.

#4
GATZMAN

Άμα τον κλέφτη κυνηγάει να τον πιάσει μπακλαβάς.... τότενες την κάτσαμε τη βάρκα.... μα εντελώς!