Σωστή προφορά όπως στο τραγούδι: Ερωτευ-ου-μεεεε-νάααα-κι...
Εκ του σλαυικού kurva = πόρνη. Αναφέρεται ότι παλαιότερα ήταν η πολεμική κραυγή των Σέρβων.
Nerd allert: ήταν για την ακρίβεια ένα Colt AR-15 με βομβιδοβόλο M203.
Το σκαγκουίνος είναι γνωστό στην Αθήνα, αλλά παρότι έχω βρεθεί πολλές φορές στη Σαλαμύκονο δεν το έχει πάρει το αυτί μου. Οι δύο ορισμοί προέρχονται από φίλο που έκανε τη θητεία του στο ναύσταθμο.
Επίσης σκάτσα ή σκάτζα (από το Ιταλικό scancia) σημαίνει στη ναυτική ορολογία τη βάση του καταρτιού πάνω στην καρίνα (υποπτερνίδα).
«Ξυσ' τα αρχίδια σ' με κασμά, γιατί η τσουγκράνα αφήν' κενά» (από τους Γενναίους της Σαμοθράκης).
Μπορούμε να συμπεριλάβουμε στο σάιτ όμως και την καταγεγραμμένη ναυτική ορολογία που είναι και πολύ πλούσια; Βλ. Κανελλόπουλος Η. Φ., Ονοματολόγιον Ιστιοφόρων, 1890 και Ρόης Παπαγγέλου, Η γλώσσα των καραβιών.
Εκ του Ιταλικού occhio, δηλαδή μάτι, γιατί βρίσκονται στα δύο πλευρά του πλοίου και θυμίζουν μάτια γιατί είναι στρογγυλά. Ελληνιστί «στοράς άγκυρας» ή απλώς «οφθαλμός».
Διορθώστε παρακαλώ γιατί δεν υπηρέτησα εκεί: «Της Σπάρτης το στρατόπεδο που' τανε χίλια μέτρα, με βάζαν όλη μέρα εμέ να τρέχω σα φλορέτα».
Συγγνώμη, ξέχασα τελείως τη φωτό. Δεν κατάφερα να βρω ελληνική επίσημη ονομασία πάντως.
Η διαφήμιση του Wash and Go στην Τουρκία πάντως ήταν «Εμ σαμπού, εμ κοντίσιονερ» (και δεν κάνω πλάκα, έτσι ήταν, μινιμαλισμός). Συγγνώμη για το χαμηλό επίπεδο, είναι το τέλος του κόσμου.
Αναζητήστε το λήμμα στο εξαιρετικό άσμα του Έλληνα ράπερ TUS «Μουνόδουλος».
Στην Ήπειρο η έκφραση νταλακιάζω και νταλάκι είναι πολύ συνηθισμένη και σημαίνει αυτό που γράφει το λήμμα, αλλά δε γνωρίζω να αναφέρεται σε τύπο βατράχο. Εκεί συνήθως οι μεγάλοι και ενίοτε δηλητηριώδεις βάτραχοι είναι οι ζάπες (σλαβ.).
Λαφαζάνης ήταν επίσης ένας από τους περίφημους ληστάρχους της Ελλάδας το 19ο αιώνα που είχε απαγάγει και τον πρωθυπουργό Σ. Σωτηρόπουλο στα Φιλιατρά το 1866.
Σωστός!
Εκπληκτικό Galadriel! Στη βιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη αναφέρεται ως Σινάουερ, το οποίο και ο μεγάλος ρεμπέτης δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ όσο ήταν στο στρατό (πάντα υπό κράτηση γαρ) και γυάλιζε από το λάδι με το οποίο το αλείφαν όταν το αποθήκευαν.
Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους το κύριο όπλο του ΕΣ ήταν ήδη το Αυστριακό Mannlicher-Schönauer (Μάνλιχερ-Σενάουερ) και τα μονόβολα Gras (60.000 είχαν αγοραστεί) θεωρούνταν ήδη παρωχημένα και για μονάδες β' τάξεως. Ωστόσο το τυφέκιο παρέμενε σε χρήση από βοηθητικούς μέχρι τον Β' ΠΠ.
Θα ήθελα επίσης να θέσω προς συζήτηση τον όρο «λάουρες» με τον οποίο αν ενθυμούμαι καλώς ορίζονταν από τα μέλη του Δημοκρατικού Στρατού οι φάλαγγες των αμάχων (παιδιά, γυναίκες κλπ.) που στην υποχώρηση του ΔΣ στέλνονταν στις Σοβιετικές χώρες. Δεν έχω εντοπίσει σαφή αναφορά, για αυτό και δεν το εισάγω ως λήμμα. Αν έχει κανείς πληροφορίες ας βοηθήσει.
Η λαούρα εκφράζει την έκπληξη για το μέγεθος του πλήθους, χωρίς όμως να ορίζει το ποιόν του. Ο λαουτζίκος από την άλλη δηλώνει την κακομοιριά και τη μπασκλασαρία της πλέμπας.
Αλί, η μπαλιομπαλότσα και μπαλότσα προέρχονται από τη λέξη μπαλότσα που σημαίνει τις μεγάλες λαστιχένιες μπάλες που τοποθετούνται ανάμεσα από τα πλοία στις μαρίνες για να μη χτυπούν αυτά μεταξύ τους. Νομίζω ότι υπάρχει ήδη στο Slang.gr.
Βλ. και «κλάσε μας μια μάντρα πέρδικες».
Ενδιαφέρων προβληματισμός. Νομίζω ότι είναι θέμα τύχης να εμφανιστεί τέτοιος μικροσλανγκισμός. Αν κάποιος από την οικογένεια πει «Κράτα τις ψίχες να ταϊσω τις κότες» θα μείνει η έκφραση και θα χρησιμοποιείται. Αν όχι, κανείς δε θα το σκεφτεί. Χρειαζόμαστε όμως και άλλες μαρτυρίες για να το επιβεβαιώσουμε.
Για καλές ψιχουλιέρες στην Αθήνα προτείνω τους πλανόδιους στην Αιόλου. Για μπάτλερ πρέπει να ερευνήσω. BTW, το μπάτλερ δεν είναι τόσο καρατσεκαρισμένο και θα δίσταζα να το βάλω ως αυτόνομο λήμμα.
Όπως είπe και η αείμνηστος βασίλισσα Βικτώρια «We are not amused». Αν ο όρος είναι δόκιμος μπορεί να αποσυρθεί χωρίς περαιτέρω σχόλια.
Βλ. και λήμμα κατσκαρίκα.