Αρχαίος Έλληνας στρατηγός του 5ου αιώνα π.Χ. που έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση σε μεγαλύτερες και ωριμότερες γυναίκες. Απαντάται και ως Milfιάδης.

- Χτύπησα τρελό γκομενάκι χτες βράδυ! Τριανταπέντε και βάλε, χωρισμένη με παιδί, αλλά τούμπανο! Έχω πάθει πλάκα!
- Μα ποιος είσαι ρε φίλε, ο Μιλφιάδης;!

Ο Μιλφιάδης Βαρβιτσιώτης φουχτώνει τα γινωμένα θέλγητρα της Χριστίνας Παππά  (από σφυρίζων, 24/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφραση, κυρίως μοτοσυκλετιστών, που περιγράφει την παροιμιώδη αντοχή των Honda ή διακωμωδεί την ενίοτε κακή τους ποιότητα.

- Βρε, ακόμη με το Τρανσάλπ ξακόσια κυκλοφορείς;
- Χόντα, όλο προσόντα, φίλε μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τμήμα της πρύμνης διαφόρων παραδοσιακών σκαφών. Πρόκειται για πλατύ, κάθετο τμήμα του άνω μέρους του σκαριού που δημιουργεί ευρύτερο κατάστρωμα από πάνω του. Επισήμως λέγεται δικρόα ή καθρέφτης. Γνωστό συχνά και με την αγγλική του ονομασία transom.

- Και πώς ξεχωρίζει κανείς το τραχαντήρι από το βαρκαλά;
- Πρώτα απ' όλα ο βαρκαλάς έχει παπαδιά και το τρεχαντήρι όχι.
- Αααα...

(από Nakas, 15/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Τύπος απλής τροχαλίας που χρησιμοποιείται στα πλοία για το τέντωμα των ξαρτιών που στηρίζουν το κατάρτι. Η ονομασία προέρχεται από το κυκλικό σχήμα της συσκευής και τις τρεις ή τέσσερις τρύπες που αυτή φέρει που μοιάζουν με κουκούτσια καρπουζιού. Επισήμως λέγεται τρίοπης ή τέτροπης. Απαντάται και ως καρπούζι.

Χωρίς καρπουζάκια δεν υπάρχει περίπτωση να τεντώσεις καλά το κατάρτι και αργά ή γρήγορα θα σου μπατάρει.

(από Nakas, 13/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Το επάγγελμα του βαρκάρη και ενίοτε του ψαρά στην αργκώ της πιάτσας του Πειραιά. Προέρχεται από τον όρο ξύλα που σημαίνουν τα κουπιά.

- Εσείς τί κάνατε τότε στον Πειραιά;
- Ξυλομηχανή, κύριε δικαστά!
(γέλια στο ακροατήριο)
-Ησυχία! Τί ένοείτε κύριε μάρτυς;
- Να, μωρέ, βαρκάρης, ψαράς!
(από τη βιογραφία του ρεμπέτη Γ. Παπαιωάννου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουπί. Απαντάται ήδη σε βυζαντινές πηγές του 10ου αιώνα και πιο πρόσφατα στην αργκώ των λιμανιών. Βλ. και ξυλομηχανή.

Ρε, η βάρκα δεν έχει ξύλα, πώς θα τη βγάλουμε από το λιμάνι;

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητική έκφραση για τους κάτοικους της Σαλαμίνας. Ο όρος σατιρίζει το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς υπηρετούν στο ναύσταθμο και ονειρεύονται να αποκτήσουν κάποτε τον τίτλο του οπλονόμου.

- Ωραία η Σαλαμίνα, ε;
- Το νησία εντάξει, οι κάτοικοι όχι. Οι οπλονόμοι είναι εντελώς κάφροι. Μπακαούκηδες σου λέω!
- ;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός των κατοίκων της Σαλαμίνας. Προέρχεται πιθανότατα από το αρβανίτικο μπακούκος (κοντόχοντρος) και σχετίζεται με την αρβανίτικη καταγωγή πολλών κατοίκων του νησιού. Απαντάται και η έκφραση Μπακαουκία στην αργκό των ναυτών που υπηρετούν στο ναύσταθμο του νησιού.

- Σειρά, πώς την περνάς στο ναύσταθμο;
- Άσε ρε φίλε, έχω κάτι μπακαούκηδες άλλο πράμα! Όλοι μαζί πιάνουν δεν πιάνουν ένα 50 IQ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματισμός της Ηπείρου που περιγράφει τύπο φτυαριού στενότερου και παράλληλου ως προς τη λαβή, που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στενών τρυπών και αυλακιών. Συχνότερα απαντάται ως μπελ'.

- Τάσου, θα μου δώκεις του φτυάρ' ν' ανοίξου κανένα χαντάκ';
- Άμα θες χαντάκ' να σ' δώκω καλύτερα του μπελ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηχάκι που χρησιμοποιείται ως πρόχειρο μέτρο από τους καραβομαραγκούς. Μεταφέρει ουσιαστικά τη μέτρηση από ένα τμήμα του σκαριού στο άλλο και μετά πετιέται. Απαντάται στις αρχές του 15ου αιώνα σε Ιταλικά ναυπηγικά κείμενα ως morello.

Για να βρεις σωστά το βιάρισμα της κουπαστής καλό είναι να πάρεις μερικά μορέλλα πρώτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified