Όταν κάτι (δοχείο, χώρος, μνήμη, κλπ) είναι πιο γεμάτο απ' όσο παίρνει, δηλαδή παραπάνω κι από τίγκα. Ίσως να πρόκειται για δάνειο από το αγγλικό z-illion που αντιστοιχεί σε πρακτικά αμέτρητο αριθμό εκατομμυρίων.

Άσε μαλάκα Τάκη, το αμάξι είναι ζίγκα. Θα πρέπει να βάλεις τη βαλίτσα στον κώλο σου.

(από gizaha, 07/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
gizaha

Επίσης, ζίγκα λέμε και το μαγαζί, το οποίο είναι ακόμα πιο φίσκα κι από το τίγκα.