Κωλοτρυπίδα, σούφρα, γκρόβερ, ροδέλα, σφιγκτήρας κλπ.

Προέλευση:

Απο την προφανή ομοιότητα με τον ρόζο ενός δέντρου.

- Πολύ χαρούμενο σε βλέπω.
- Πώς να μην είμαι. Χτες βράδυ η Σούλα μου 'δωσε ρόζο!
- Σέβομαι...

(από leouras, 20/01/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφατικά η κωλοτρυπίδα. Προκύπτει προφανώς απ' το κωλόφαρδος.

- Εξάρες ρε μουνί! Γύρισε το γαμημένο.
- Πάλι ρε πούστη μου... μου' χεις σκίσει τα κωλοφάρδουλα με το ζάρι σου σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση που απαξιώνει τα επιχειρήματα του συνομιλητή.

Κάθε φορά που επαναλαμβάνεται ως απάντηση μειώνονται οι αντοχές του άλλου καθώς και η αξία των συλλογισμών του μέχρι που παρατά κάθε προσπάθεια.

- Ρε μαλάκα, αφού το απέδειξε ο Αϊνστάιν. Τα πάντα είναι σχετικά.
- Και τι να λέει...
- Αφού η μάζα ισοδυναμεί με την ενέργεια κι έτσι.
- Τι να λέει...
- Ναι, αλλά γκλουγκλου!.
- Τι να λέει...
- Όμως σμπαρδακουάκ!.
- Τι να λέει...
- Γκχχχ ουμπφφφ!
- Τι να λέει...
- Αγκχ!
- Τι να λέει...
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαντλούμαι, κουράζομαι υπερβολικά, κλατάρω.

Προέλευση:

Η μπιέλα είναι ένα εξάρτημα της μηχανής, συνήθως κυλινδρικό, με το οποίο μεταβιβάζεται η κίνηση από ένα τμήμα της μηχανής σε άλλο (από το «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής» του Τριανταφυλλίδη).

Όταν η μπιέλα «χτυπήσει», χαλαρώνουν οι σχέσεις στην τοποθέτηση των τμημάτων της κι ακούγεται ένας επαναλαμβανόμενος μεταλλικός θόρυβος απ' τον κινητήρα, που σημαίνει ότι αν δεν πάει για επισκευή θα τον πάρουμε στο χέρι.

- Πού είναι ο Μίμης να τον βάλω στα καλάθια; Κώλωσε;
- Άσε ρε το μαλάκα... πήγε να παίξει προχτές με κάτι πιτσιρικάδες και χτύπησε μπιέλα. Είναι για την ηλικία μας αυτά;

(από leouras, 20/01/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανοησίες. Δηλαδή παπάρια, τρίχες, μπούρδες, μαλακίες κ.λπ.

Είναι ανεξερεύνητο το αν αναφέρεται στην Καλαβρία ή στα Καλάβρυτα.

- Το Pitsos-Cool γαμάει τo Bosch-Ice όποτε θες.
- Αρχίδια καλαβρέζικα. Και τι ξέρεις εσύ ρε μαλάκα από ψυγεία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση (χωρίς λογική απάντηση) που αναφέρεται υποτιμητικά σε κάποιο τρίτο πρόσωπο και τονίζει τη μηδαμινή του αξία στην κοινωνία.

- Έτσι είναι ρε μαλάκα. Το 'πε κι ο Κωστάκης που είναι από μέσα και τα ξέρει.
- Αρχίδια καλαβρέζικα είναι. Ρε, ποιος τον γαμάει τώρα τον Κωστάκη;

Got a better definition? Add it!

Published

Αποκαλείται έτσι ο οπαδός του ΑΡΗ, από τους υπόλοιπους συμπολίτες σε μια ψευδοεπιστημονική εκδοχή του πρωταρχικού χαρακτηρισμού σκουλήκι.

- Μαλάκα, τι παιχτούρα είναι αυτή που πήρανε τα σκουλήκια;
- Άσε με ρε! Ποιος τ' ακούει τ' ασπόνδυλα τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πέφτουλας που δουλεύει πολύ με τα χέρια του και απλώνεται σε σημεία που ο απλός φλερτάκιας δεν τολμά καν να πλησιάσει.

- Μαλάκα, πιάσε τον Μίμη εν δράσει να λατρέψεις.
- Και καπνίζει κιόλας; Μα πόσα χέρια έχει ο πούστης... Χταπόδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που την πέφτει σε όποιο θηλυκό βρεθεί μπροστά του, που δεν αφήνει ήσυχη ούτε θηλυκιά γάτα. Συχνά, είναι παράλληλα και χταπόδι.

- Έρχεται ο Μίμης...
- Ο πέφτουλας; Κρύψτε τα γυναικόπαιδα, γρήγορα!

(από manitsa, 11/02/11)

Δες και καραπέφτουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κωλοφεράτζα. Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.

- Τι έγινε ρε μπήχτη; Πλακώθηκες με το Μίμη στο Σύνταγμα;
- Ναι τον πούστη! Αλλά τον πήγα κωλοφεράντζα μέχρι το Μοναστηράκι για να στανιάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified