Τρώω λαίμαργα, γρήγορα.
Τσαλακώνω ένα σάντουιτς (σουβλάκι, βρώμικο ή whatever) στη μούρη μου.
Άντε βρε μαλάκα, τσαλάκωσ' το να φύγουμε!
Τρώω λαίμαργα, γρήγορα.
Τσαλακώνω ένα σάντουιτς (σουβλάκι, βρώμικο ή whatever) στη μούρη μου.
Άντε βρε μαλάκα, τσαλάκωσ' το να φύγουμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
0 comments