Τρώω λαίμαργα, γρήγορα.

Τσαλακώνω ένα σάντουιτς (σουβλάκι, βρώμικο ή whatever) στη μούρη μου.

Άντε βρε μαλάκα, τσαλάκωσ' το να φύγουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified