Τρώω λαίμαργα, γρήγορα.
Τσαλακώνω ένα σάντουιτς (σουβλάκι, βρώμικο ή whatever) στη μούρη μου.
Άντε βρε μαλάκα, τσαλάκωσ' το να φύγουμε!
Τρώω λαίμαργα, γρήγορα.
Τσαλακώνω ένα σάντουιτς (σουβλάκι, βρώμικο ή whatever) στη μούρη μου.
Άντε βρε μαλάκα, τσαλάκωσ' το να φύγουμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τρώω υπερβολικές ποσότητες φαγητού ή καταναλώνω εξίσου μεγάλες ποσότητες αλκοόλ.
Κύριο χαρακτηριστικό του «τσαλακώματος» είναι η ένταση με την οποία εκτελείται, που δεν αφήνει περιθώρια αντίδρασης στους υπόλοιπους.
- Τι θα γίνει ρε μαλάκες θα φάμε τίποτα;
- Ε δεν είπαμε να πάμε στα μπιφτέκια για τσαλάκωμα σε μια ώρα;
- Ε άντε δε μπορώ να περιμένω άλλο ρε σεις πεινάω πολύ.
- Θα τσαλακώσουμε ρε, υπομονή.
- Καλά χθες πήγα με Αλέξη, Νίκο και Τεό και ήπιαμε δύο μπουκάλια και δυο μπλε κανάτες....
- Έλα ρε και δεν έχεις πονοκέφαλο;
- Όχι ρε εγώ τσαλακώνω και την επόμενη μέρα είμαι ηθοποιός.
Σχετικά: γκώνω, κατεβάζω γατοκέφαλα, κτηνιάζω, μπαζώνω, ντερλικώνω, σαβουριάζω, χλαπακιάζω.
Got a better definition? Add it!