Ντελικατέσεν έδεσμα ή κατάστημα. Συντόμευση κατά το μπίο.

Γουστάρω, άνοιξε ένα ντέλι στη γειτονιά, τώρα δεν χρειάζεται πια να γαμιέμαι να τρέχω στου διαόλου τη λελέ για να ψωνίσω μπινελίκια!

Got a better definition? Add it!

Published

#1
jesus

μπαίνοντας με το δίσκο με τα γλυκά στο σαλόνι:
- ντέλι, κανείς;

σε καλό μας...

#2
patsis

@jesus: Αν ήταν το «αριστερός και χωρισμένος» του Μετέχνιου, θα ξεκινούσε τσιφτεντέλι στο σαλόνι, χωρίς καμία περαιτέρω εξήγηση.

#3
jesus

τζάμικο το βιντεάκι, και η κοπελίτσα ναπούμε, νταξ. πολύ σένια.

#4
patsis

Πάντα ήθελα να σε ρωτήσω, τα γυαλιά που φοράς στο μέτωπο είναι του Κουστώ;

#5
jesus

τον περιμένω το μαλάκα νά 'ρθει να τα πάρει πίσω. αν είναι να 'ρθει θε να 'ρθεί...

#6
patsis

κι άμα δε 'ρθει...

#7
MXΣ

Ρε φίλος, αφού έχεις τα μέσα, πήγαινε να τονε βρείς εσύ...

#8
Galadriel

(Μαγκιά του. Καμένοι με παίρνετε στο λαιμό σας την καημένη αχαχαχαχ)

#9
gaidouragathos

Ασταδγιάλα, ψιλοχοντροάρπαξα κι εγώ...

#10
jesus

μανταμίτσα, είσαι και η πρώτη.

#11
patsis

Σα δε ντρέπεσαι, μ' έκανες και τραγουδάω στην δουλειά το «χοντρούλη μου, εσύ 'σαι το μανούλι μου»...

#12
jesus

άμα δεν ξέρεις τους ώπα, να πεις κάνα τραγούδι της προκοπής...