Ντελικατέσεν έδεσμα ή κατάστημα. Συντόμευση κατά το μπίο.
Γουστάρω, άνοιξε ένα ντέλι στη γειτονιά, τώρα δεν χρειάζεται πια να γαμιέμαι να τρέχω στου διαόλου τη λελέ για να ψωνίσω μπινελίκια!
Ντελικατέσεν έδεσμα ή κατάστημα. Συντόμευση κατά το μπίο.
Γουστάρω, άνοιξε ένα ντέλι στη γειτονιά, τώρα δεν χρειάζεται πια να γαμιέμαι να τρέχω στου διαόλου τη λελέ για να ψωνίσω μπινελίκια!
Got a better definition? Add it!