Ίγκλα είναι ένα λεπτό και μακρύ κομμάτι δέρματος που περνά κάτω από την κοιλιά του γαϊδουριού, προκειμένου να στερεώσει το σαμάρι στη ράχη του ζώου.

Μτφ.: ο ατημέλητος.

Ο Μήτσος γυρίζει ξεΐγκλωτος από 'δω κι από κει με τα πουκάμισά του έξω.

Κι όποιος δε μένει εδώ, ξεϊγκλωτος επίσης (από GATZMAN, 04/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

για την ίγκλα, βλ. και δω κι εδώ.

#2
iron

χαχα γκατς!