Τρύφλα λέμε όταν κάποιος είναι πωρωμένος, κολλημένος μ' ένα κορίτσι, αλλά δεν μπορεί (σύμφωνα με τις σκέψεις του, τουλάχιστον) να κάνει τίποτα για να το κερδίσει. Μπορεί επίσης να γίνει επίθετο (τρυφλωμένος, τρυφλαρισμένος).

Δεν είναι χυδαία λέξη, άρα η χρήση της θα μπορούσε να γίνει οπουδήποτε και όποτε νά 'ναι.

- Την έχεις ερωτευτεί την Περσεφόνη αλλά δεν το παραδέχεσαι.

- Την Περσεφόνη;! Δε λέω, είναι όμορφη, αλλά με την Βασιλεία έχω πάθει την πραγματική τρύφλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified