Αυτοί που έχουν κόλλημα με τον Ομπάμα. Όχι απαραίτητα κακό.

- Έχω ένα φίλο που έχει κόλλημα με τον Τζέφρι!
- Σοβαρά, ε; Κι εγώ είμαι μπαρακάξα. - Αλήθεια; Ε, ο καθένας τη γνώμη του...

Ceci n\'est pas une Barakaxe (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έρχεται απ' το αγγλικό difference και σημαίνει διαφορά.

-Θέλεις το πρώτο ή το δεύτερο;
-Όποιο να 'ναι, μωρέ... σιγά τη ντίφρα.

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλείψιμο, είτε με τη μεταφορική έννοια, είτε με την κυριολεκτική.

Πολύ κωλογλείφτης ο φίλος σου, ε; Όλο γλειφτετέλια είναι. Πες του να τη κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το γυφτιλίκι, το γκεϊλίκι και η εξουσία που ασκείται μέσω αυτών.

  2. Κάτι σαν το γκεϊμπέκικο, αλλά με στοιχεία τσιφτετελιού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που γαμιέται. Που δέχεται πούτσες.

Και τι σού 'φταιξε ο Αντώνης, ρε καθυστερημένο πουτσόπανο; Τράβα γαμήσου, ρε τραβελόπουστα. Με τις γαμημένες κωλοπαπαριές σου και τα πουτσιλίκια σου, ρε μαλακιστήρι. Ένα γκεϊλίκι είναι η ζωή σου, ρε λούγκρα. Γεμίσαμε πουτσολήπτες. Με εσένα το καλύτερο παράδειγμα. Παρ' τ' αρχίδια μας και ξεκουμπίσου, ρε τριπούτανο. Το μπούλο. Μέγα πουτσολήπτη. Λαμπουρόφατσα.

Βλέπε και τρώω πούτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μεγάλο) πήδημα.

Έδωσε έναν πήδο και βρέθηκε πέρα.

Μεγάλο και μαζικό. (από Galadriel, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Πουτσοσκάμπιλο. Το ράπισμα, σκαμπίλι (χτύπημα) του πέους που δέχεται ο ερωτικός σύντροφος (γυναίκα). Μπορεί να γίνει και πουτσόβελος ή πουτσοβέλος.

Έχει χρησιμοποιηθεί κι από τον ράπερ Tus σε τραγούδια του, π.χ. «Το Έχασα».

- Τι έγινε χθες με τη γκόμενα που μας είπες;
- Ουουου! Τα πάντα κάναμε! Της έσκασα κάνα δυο πουτσόβελα. Μου πίπωσε τη μαλαπέρδα. Μού 'γλειψε τα λαμπούρια. Πολύ γαμάτη. Έχυσα τα φλόκια 2 φορές. Δεν κατάφερα τρίτη όμως. Της έκανα οθωμανικό και τσίμπησα μεζέ. Ξενέρωσα μετά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο κωλοδάχτυλο.

Η πρώτη φορά που είδα κλάβρα ήταν απ' την πρώην μου όταν με είδε να φιστικώνω την μέχρι τότε καλύτερή της φίλη. Με είπε και «λαμπουρόφατσα». Ποιος την χέζει όμως την πουτάνα; Έτσι κι αλλιώς αυτή τα ίδια μού 'κανε. Πήρε και φόρα να μού πετάει κλάβρες και βρισιές όταν όλες της αξίζουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κάτι σαν το μουνόκωλο. Μόνο που, αντί για το μουνί και κώλο, αναφέρεται στην ψωλή και τα λαμπούρια.

Μπορείς να το πεις με πολλούς τρόπους, μιας και υπάρχουν εκατοντάδες ονομασίες για το πέος και για τους όρχεις. Π.χ. ψωλάρχιδο, καυλάρχιδο, τσουτσουνάρχιδο, πουτσάρχιδο, ψωλάμπουρο, καυλάμπουρο, τσουτσουνολάμπουρο κ.α.

- Έι, κορίτσια, δεν θα πιστέψετε τι έγινε χθες το βράδυ.
- Τι;
- Έκανα καυλόχρηστο με το πιο τρελό ψωλάρχιδο που 'χει δει ποτέ κανείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί και ο κώλος. Όταν το αναφέρεις θες να πεις κάτι που έκανες και στα δύο. Δηλαδή, δεν μπορείς να γαμήσεις κώλο και να πεις ότι γάμησες μουνόκωλο.

Μπορεί επίσης, αντί για «το μουνόκωλο» να γίνει και «ο μουνόκωλος».

- Τι έπαθες ρε και περπατάς σαν χεσμένος;
- Πήγα σε μπουρδέλο για πρώτη φορά χθες. Γάμησα 10 μουνόκωλα σε μία νύχτα. Δεν το πιστεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified