Κλάσιξ που λείπανε. Χωρίς πολλά λόγια, απλή καταγραφή.

  1. Κουράζομαι τρομερά.

  2. Καυγαδίζω εξαιρετικά έντονα.

  1. Εγώ σκοτώνομαι στη δουλειά, και συ κάθεσαι και την πίνεις, παλιομαλάκα.

  2. Όλη νύχτα δεν κλείσαμε μάτι, οι γείτονες σκοτώνονταν.
    (βτς, βλ. μήδι).

(από ironick, 10/12/10)και σκοτώνομαι...... (από electron, 11/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified