Καινούργιο συκώτι κάνεις (μεταφορικά) όταν διασκεδάζεις και γελάς με ούλη σου την καρδιά με κάτι που είδες, άκουσες ή και που αισθάνθηκες (πχ γαργαλητό).
Παρεμφερή: άνοιξε το φυλλοκάρδι μου, έγινε κήπος η ψυχή μου.
Και γαμώ τα γέλια, μου έκανε το συκώτι καινούργιο η μαλακία που πέταξες!
2 comments
HODJAS
Νομίζω είναι τουρκομερίτικο. Στη Μικρασία έλεγαν κάνω καινούριο τζ(ι)γιέρι με την γενικότερη έννοια χαίρομαι, απολαμβάνω, χαλαρώνω, ξεκουράζομαι.
patsis
Και απλούστερα, "κάνω συκώτι".
Από τσατ:
- χαχχαχχχαχα
- Ωχ μαλάκα, συκώτι έκανα