Ουσιαστικοποιημένο ρήμα, όπως τα ο σκοτώνω, ο σκοτώνω και δεν πληρώνω, ο γαμώ και δέρνω. Δηλώνει τον άνθρωπο που έχει μεγάλη αίσθηση του δύνασθαι, που δεν μασάει την πούτσα του. Οι τοιούτοι είναι συχνά ακαταμάχητοι στις γυναίκες.
Πάσα: Χότζας.
- Πώς την έχει δει ο κοντοστούπης που την πέφτει στο θεόμουνο; - Γιατί, έχεις πρόβλημα; Αφού είναι ο μπορώ...
4 comments
Khan
Πρβλ. και ο γαμάω, που ο Κρεπς έχει προσεγγίσει και αυτός το ίδιο φαινόμενο της γαμοσλανγκοτέτοιας.
vikar
Ωραίος ρε Χάν. Απ' τ' αγαπημένα μου αργκοτικά φαινόμενα.
Khan
Τελικά στον ορισμό έπιασα μία μόνο πτυχή, τον τσαμπουκαλή που πιστεύει ότι μπορεί να τα κάνει όλα (δύναμις με την αριστοτελική έννοια της δυνατότητας). Ο Χότζας, όμως, το χρησιμοποιεί περισσότερο με την έννοια της ισχύος, και της ωμής της επιβολής και επίδειξης, του γιατί μπορεί (δύναμις ως ισχύς, στην ελληνική φιλοσοφία εισήχθη από την ιουδαΪκή σκέψη του Φίλωνος που μετήλλαξε τον Αριστοτέλη), λ.χ. παράδειγμα: - Ποιος νομίζεις ότι είσαι που φοροδιαφεύγεις και τα έχεις όλα σε οφ σόουρ; Ο μπορώ;
GATZMAN
βλ. και λήμμα μπορόλας