Εκτός από χωριό της Τζίμπρου, το στρουμπί είναι κατά περίπτωση:

  1. Πανί ή ρούχο τσαλακωμένο σαν πατσαβούρι, συχνά μετά από κουβάριασμα και τσαλαπάτημα. Προέρχεται από το ανύπαρκτο ρήμα «στρουμπάω», συνώνυμου του «ζουπάω», που σημαίνει σπρώχνω πιέζοντας κόντρα σε κάτι άλλο. Πελλοπονjήσιο.

  2. Στον Άγιο Κοσμά Γρεβενών: στρουμπί λέμε το κάθισμα, το σκαμνάκι (γούγλε γούγλε). Παράδειγμα από τούτο δε βρήκα, αν είναι κάποιος από τα Γρεβενά ας εκτιμήσει τουλάχιστον ότι αναφέρθηκε κι ας συμπληρώσει χρήση.

Εδώ: Μου θύμισες τότε που παρέα με τα παιδιά της γειτονιάς (με τα άλλα βλοημένα) τρέχαμε μέσα στα χωράφια και κυλιόμασταν στα χόρτα και την έκπληξή μας, όταν για πρώτη φορά σπάζοντας τις πράσινες μικρές φούσκες, διαπιστώσαμε ότι μέσα κρυβότανε μια κόκκινη τσαλακωμένη (στρουμπί) παπαρούνα.

-Σου χω πει, όταν έρχεσαι από το γραφείο, μην το πετάς το παντελόνι πάνω στην καρέκλα, γίνεται στρουμπί εντελώς, ούτε με το σίδερο δεν ισιώνει τώρα, ε ρε πούστη μου, αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που σ' έχω καλομάθει και πολύ που το εκτιμάς, ούτε αλβανή να 'μουνα, πιο πολύ θα με σεβόσουνα τότε γιατί θα σε χρέωνα και δέκα ευρά την ώρα, σιχτίρι πια, νατο, δες το, το βλέπεις, πατσαβούρι έγινε, πώς θα το φτιάξω μου λες; ΕΕΕ;
-Πέτα το στα σκουπίδια. Πάω έξω.

Got a better definition? Add it!

Published