Πιάνω κάποιον από τον γιακά με άγριες διαθέσεις, τσακώνω, αρπάζω κάποιον, ξεκινάω τσαμπουκά. Συλλαμβάνω και εξουδετερώνω κάποιον που παρανομεί, ιδίως επ' αυτοφόρω ή πριν διαφύγει.

  1. Από εδώ:
    Κάποτε, έπεσε κροτίδα και ΜΕΣΑ στο κτίριο, δέκα μέτρα από το χώρο που εργαζόμουν. Πραγματικά τρόμαξα (τι βάζουν μέσα σ'αυτές τις κροτίδες;; Βγήκα έξω, αλλόφρων, να «γιακαδιάσω» όποιον βρω.

  2. Από εδώ:
    Το θέμα Αντώνη μου είναι οτι προσφερθήκαμε ένα κάρο άτομα να καταθέσουμε ΕΠΩΝΥΜΑ,και πολύ στα τέτοια μου κιόλας..Εδώ τον γιακάδιασα και μας κοιτούσε όλη η Αναγνωσταρά,λες να τον φοβόμουν να του κάνω την καταγγελία,ειδικά όταν προτίθενται κι άλλοι πολλοί;

  3. Από εδώ:
    Σε ποια άραγε εξωθεσμική σκοπιμότητα οφείλεται η δραστήρια παρουσία ενός σκοτεινού ιππότη σε μια μεγαλούπολη, όπου το σύστημα φαίνεται να λειτουργεί ομαλά, καταφέρνοντας αργά ή γρήγορα να «γιακαδιάσει» τους παρανόμους;

  4. Από εδώ:
    [...] από την άλλη βρέθηκε να χρωστάει εκατομμύρια και οι πληροφορίες μου λένε οτι σκέπτεται να αποδράσει απο τη χώρα(πηγαίνοντας στη Νότια Αφρική να δουλέψει στα ορυχεία διαμαντιών). Θα τον παρακαλούσα να μη μας αναγκάσει να τον γιακαδιάσουμε στο αεροδρόμιο [...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

τουρκ. yakalamak =συλλαμβάνω (κυριολ. πιάνω απ' το γιακά).