Σύνθετη λέξη που προέρχεται απο το συνδυασμό των λέξεων τρόμπας + ρόμποκοπ.
Δηλώνει τον υπέρτατο βαθμό ηλιθιότητας και μαλακίας (βλ. και τρομπάρω). Συχνά υποψήφιος για το πολυπόθητο βραβείο Τρόμπελ.
- Πήγε κι έπεσε μέσα στην πισίνα ο μαλάκας.. - Ναι, και; - Ήταν άδεια.. - Ρέ τον τρόμποκοπ
(σε φανάρι πολυσύχναστου δρόμου) - Ρε τρόμποκοπ ξεκίνα επιτέλους! άναψε πράσινο εδώ και δύο λεπτά!
Got a better definition? Add it!
Published 2011-02-01 15:31:28+00:00 Last modified 2015-10-20 14:38:50+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments