Selected tags

Λέξεις που προκύπτουν από τον συνδυασμό του ήχου/μορφής και της σημασίας δυο άλλων λέξεων π.χ. Μερκοζί (Μέρκελ+Σαρκοζί), συριζαυγίτης (συριζαίος+χρυσαυγίτης)

Further tags

Τα κούλουμα όπου τρως τεράστια χταπόδια που θυμίζουν τον Κθούλου.

Κθούλουμα: ο ο υπαίθριος πανηγυρισμός μιας εορτής η οποία προβλέπεται να είναι ελάχιστα Καθαρά αλλά υπερβολικά Δευτέρα, και να φέρνει στο μυαλό τη ζοφερή και απειλητική ατμόσφαιρα που μπορεί να συναντήσει κανείς σε κάποιο από τα βιβλία του H. P. Lovecraft. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο φασαίος που περνάει μεγάλο διάστημα στην Ανάφη.

Πάμε να αράξουμε με τους αναφασαίους στον Ρούκουνα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άντρας μπίμπο, δηλαδή ο όμορφος άνδρας χωρίς μυαλό.

Είναι χίμπο, μόνο για φακ μπάντι είναι καλός.

Got a better definition? Add it!

Published

Η φανταστική σλανγκική χώρα στην οποία μένουν άνθρωποι αμερικανικής κουλτούρας, που έχουν συνήθειες της γενιάς των μπούμερ (τυπικά έχουν γεννηθεί μεταξύ 1946 και 1964, αλλά στην ουσία ο καθένας που έχει συμπεριφορά μπάρμπα).

Η Μπουμερική στηρίζει Ουκρανία και Ισραήλ. Έχουν μείνει στον Ψυχρό Πόλεμο. Οι λίμπταρντ του Τουίτερ στηρίζουν Ουκρανία και Παλαιστίνη.

Got a better definition? Add it!

Published

Η φανταστική σλανγκική χώρα στην οποία ισχύουν όλα όσα πρεσβεύει η woke κουλτούρα. Εκ του αμερικανικού Wokeland (< woke & Oakland).

Στη Γουοκολάνδη τα φύλα αυξάνονται κάθε χρόνο. Πέρσι είχαμε 62 φύλα, φέτος έχουμε φτάσει τα 103.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αριστερός παλαιάς κοπής μπροσιαλιστής ο οποίος αψηφά τους κανόνες υγιεινής και καπνίζει ακόμη και σε απαγορευμένους χώρους, προκαλώντας την αγανάκτηση κυρίως των φιλελεύθερων και άλλων πολιτικορθάκηδων.

Μπορεί να είναι γιατρός, αλλά είναι πάνω απ' όλα ένας βαρβάτος τσιγαριστερός που άμα λάχει καπνίζει και μέσα στο νοσοκομείο, ενώ μιλάει στους δημοσιογράφους.

Got a better definition? Add it!

Published

Τοπωνύμιο φανταστικού νησιού (βλ. Ίφκινθος, Ψίμυθος), όπου υπάρχουν πολλές παραλίες γυμνιστών και φασαίων. Από τα ψωλή και Φολέγανδρος.

Βγάλε καλέ το μαγιό, στην Ψωλέγανδρο βρισκόμαστε.

Got a better definition? Add it!

Published

Αμφίβολης (βασικά κακής) ποιότητας σεξιστικό λολοπαίγνιο που σημαίνει τον παθητικό ομοφυλόφιλο που του αξίζει χρυσό μετάλλιο για τα ρεκόρ στις επιδόσεις του ή τον ολυμπιονίκη με χαμηλό επίπεδο (του κώλου).

Βρήκε τον εαυτό του στην ενόργανη γυμναστική και έγινε ο πρώτος κωλυμπιονίκης.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο συνδυασμός του να μένεις στο αστικό κέντρο, αλλά να κάνεις και διακοπές, ίσως και με λίγες ολιγόχρονες αποδράσεις, λόγω είτε των μέτρων για την πανδημία του κορονοϊού, είτε φτωχοποίησης. Εκ του αγγλικού staycation < stay = μένω + vacation = διακοπές.

  1. Οι είκοσι καλύτερες παραλίες της Αθήνας για στεϊκέσιο.
  2. Φτύνουν τον φτωχοποιημένο πολίτη στα μούτρα, όταν του λένε ότι κάνει και καλά κουλ στεϊκέσιο, ενώ δεν του έχουν αφήσει λεφτά να ξεμυτίσει από το σπίτι του.

Got a better definition? Add it!

Published

To να στέλνεις μηνύματα σε κάποιον με σκοπό να τον ξεγελάσεις για να σου αποκαλύψει προσωπικά δεδομένα που μπορεί να είναι χρήσιμα σε εγκληματικές ενέργειες. Μία από τις λέξεις του 2023, προκύπτει από το SMS και το fishing= ψαρεύω.

Είναι αρουραίος του σμίσινγκ.

Got a better definition? Add it!

Published