Κάθε πηγή προϊόντος (π.χ. εμπορικό κατάστημα) ή υπηρεσιών (π.χ. συνεργείο αυτοκινήτων) που έχει πολύ ακριβές τιμές λόγω αποκλειστικότητας ή απλώς μούρης.
– Τράκαρα το σιβικάκι μου και το άφησα στον Χριστόπουλο.
– Πας καλά; Αυτός είναι φαρμακείο. Θα σε στείλω σε ένα ξαδερφάκι μου να σ'το φτιάξει με τα μισά λεφτά.
3 comments
poniroskylo
Ναι, ναι. -1 από το πρόχειρο.
Δες και καζικτσής.
vikar
Έτσι, μείον ένα κι' απ' το δικό μου πρόχειρο.
vikar
Στριπάκι.