Η πίπα, δηλαδή η πεολειχία, στα ποδανά.

Επίσης σημαίνει το καυλί στην έκφραση κάτσε στο παπί μου.

  1. - Μωρό μου είσαι να τραβήξουμε κανά παπί;
    - Τραβήξου μόνος σου ρε σαλιγκαροψώλη!

  2. Λοτρέ το μεναγκό! Παπί, νιμού, λώκο και πάλι παπί.

(από Khan, 18/02/11)(από Khan, 16/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified