Ξενόφερτο ιτερνετικό αρκτικόλεξο, εκ του «pissing myself laughing».

Ελληνιστί: ΕκΣτοΓέ (έκλασα στο γέλιο).

PMSL stop nit!!!

(από Vrastaman, 04/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

αυτό χρησιμοποιείται ευρέως και μξ ελλήνων εσεμιστών και τσατιστών σαν το lol;

αν ναι, γράψε βρε τζούλια μας κανα λογάκι παραπάνω μπας και αποθαρρύνεις τον κύριο με τα Χ... Και θα σου το σενιάρουμε το λημματάκιν.

#2
GATZMAN

pmsl: pm (μετά μεσημβρίας) s (super) l(λούνγκο)

#3
iron

γκατς πρόσεχε, δεμπας καλά, σε βλέπω καμιάν ώρα σε κανα λευκό δωμάτιο με στρογγυλές γωνίες και να φοράς εκείνο το πουκαμισάκι με τα μακριά μανίκια...

#4
GATZMAN

Κι όμως το μέλλον ήρθε απρόσκλητο νωρίτερα. Βρί...σκομαι στη φάση που περιγράφεις;;;;;;;; χαχαχαχα

#5
julia

Αυτό ακριβώς ironick... ήταν το πρώτο μου κ ξέρετε πως είναι η πρώτη φορά. Gatzman σε ποια από τις δύο καταστάσεις βρίσκεσαι;

#6
GATZMAN

Αστα να πάνε... Εναλλάσσω γρήγορα καταστάσεις οπότε... τα πάντα ρεί
ac g