Ξενόφερτο ιτερνετικό αρκτικόλεξο, εκ του «pissing myself laughing».
Ελληνιστί: ΕκΣτοΓέ (έκλασα στο γέλιο).
PMSL stop nit!!!
Ξενόφερτο ιτερνετικό αρκτικόλεξο, εκ του «pissing myself laughing».
Ελληνιστί: ΕκΣτοΓέ (έκλασα στο γέλιο).
PMSL stop nit!!!
Got a better definition? Add it!