Νεολογισμός, προερχόμενος από το βλάχικο «στ' πούτσα μ'».

Συνώνυμα: στ' αρχίδια μου, χέστηκα, να τ' άστρα, να κι η γλάστρα ή απλώς στην πούτσα μου. Προφέρεται κοφτά και γρήγορα, με επιθετικό τόνο και άγριο ύφος, ακολουθούμενο από ειρωνικό χαμόγελο.

  1. - Άσε φίλε παίχτηκε κωλίλα με την γκόμενα.
    - Ζμπουτσαμ
    - Ρε σε λέω άσχημη φάση!
    - Ζμπουτσμ αγορίνα μου, εγώ σου είχα πει ξεκόλλα με αυτήν, αλλά δεν τον ακούς τον καπετάνιο..

  2. - Παλικάρι, μου τελείωσε ο καπνός, παίζει να...
    - Ζμπουτσαμ ρε, με κόβεις για περίπτερο;

(από Vrastaman, 12/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
lxar

To «ζμπούτσαμ» είναι ευηχότερο και χρησιμοποείται συχνότερα και ευκολότερα αν δεν θέλεις να κάνεις την γλώσσα σου παπιγιόν

#2
iron

ζμπούτσαμ, τό 'χουμε με 4 σεχδόν ίδιους ορισμοί, να μπει κι ο πέφτος;

να προσθέσω ότι είναι και στυλάκι με το ζγκατάψυξ.

#3
strikeback

ωχ δεν τα είδα.. lxar τείνει προς το ζμπουτσουμ. και ακριβώς το ότι είναι γλωσσοδέτης είναι που το κάνει αστείο

#4
lxar

Ε όχι και ζμπούτσουμ, μή το κάνουμε και λατινικό, δεν λέει

#5
perkins

@Ιχαρ
μουαχαχαχα.Καλόοο