Υποπροϊόν αποξηραμένου σκατού απλυτοκώλη/ας. Συλλέγεται ή με απευθείας ξύσιμο της κωλοτρυπίδας (σούφρας) ή με τίναγμα του σώβρακου.

Ρε τη γλίτσω, τίγκα στη σουφραμιδόσκονη το βρακί της.

Λογοπαίγνιο με την σουλφαμιδόσκονη, πρόδρομο της πενικιλίνης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified