Υποπροϊόν αποξηραμένου σκατού απλυτοκώλη/ας. Συλλέγεται ή με απευθείας ξύσιμο της κωλοτρυπίδας (σούφρας) ή με τίναγμα του σώβρακου.

Ρε τη γλίτσω, τίγκα στη σουφραμιδόσκονη το βρακί της.

Λογοπαίγνιο με την σουλφαμιδόσκονη, πρόδρομο της πενικιλίνης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακαρώνω = τεζάρω = τεντώνω (= τσίτα ο παγωμένος) = πεθαίνω.

Αν κάποια στιγμή δεις τ' αστέρια και το φεγγάρι να σε φωτίζουν, τα σύννεφα να σε σκεπάζουν και τους αγγέλους να σε νανουρίζουν, να ξέρεις πως... τα κακάρωσες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσουτσουνοπαίχτης, ο μαλάκας με υπόβαθρο, ο μαλακοτεντωτός, γενικά μια άλλη ελληνικούρα για τον Έλληνα Κύριο=Μαλάκα

Ρε μαστούρμπα, μου ζάλισες τα παπάρια μ' αυτά που λες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φίδι: ο διπρόσωπος, ο ύπουλος, ο κακός.
  2. Φίδι κολοβό: ο επικίνδυνος διπρόσωπος «φίλος» (άμα έχεις τέτοιους φίλους τι τους θέλεις τους εχθρούς).
  3. (γδαρμένο) φίδι: ταλαιπωρημένο σεξουαλικά πέος.
  1. Φίδι η πουτάνα η πεθερά μου!
  2. Φίδι κολοβό η φίλη της γκόμενάς μου!
  3. Το γδέρνει το φίδι!!!!!

Ψέματα λιέει του φίδι. (από Galadriel, 27/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σεξιστικός χαρακτήρας της λέξης κουνέλι αφορά το
πέος εξ ου και η διαδεδομένη φράση: «το πνίγεις το κουνέλι;»

Το πνίγεις το κουνέλι;

Ο κύριος λόγος για τον οποίο πολλές αστές κυρίες δικαιούνται σύνταξη ΟΓΑ.

(Του αυτού νοήματος και το «γδέρνεις το φίδι«)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified