Όρος των κιθαριστών, που δηλώνει όταν κανείς δεν πιέζει αρκετά τις χορδές στην ταστιέρα (μπράτσο) της κιθάρας και ο ήχος ακούγεται σαν ξύσιμο. Χρησιμοποιείται κυρίως για ροκ, ντίσκο και φανκ κομμάτια.

Μα δεν μπορείς να παίξεις κανονικά το κομμάτι. Εκεί που μπαίνεις εσύ πρέπει να παίζεις το μπαρέ του λα κούφιο.

«Όλα τελικά ξαναγυρνάν σε μάς» απο Τρύπες: Η κιθάρα ξεκινά παίζοντας μία καθαρή - τρείς κούφιες (από vikar, 14/03/11)«Η» απο Σιδηρόπουλο: Μπόλικες κούφιες στη ρυθμική (τη φλαντζεράτη). (από vikar, 12/08/11)

Σύγκρινε με μπουκωτή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Σωστός!