Ο φαντάρος (συνήθως νέος) που τον χώνουν διαρκώς για αγγαρείες.

- Έχω καταντήσει αγγαρειομάχος στη μονάδα. Τη μια μαγειρεία, την άλλη τουαλέτες, δεν αντέχω άλλο!

(από Cunning Linguist, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Paparas

επίσης αγγαρειομάχος είναι και ο γιωτάς